- μητρικά
- ταοι αρρώστιες της μήτρας και γενικότερα του γεννητικού συστήματος της γυναίκας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μητρικά — μητρικός of a mother neut nom/voc/acc pl μητρικά̱ , μητρικός of a mother fem nom/voc/acc dual μητρικά̱ , μητρικός of a mother fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικάς — μητρικά̱ς , μητρικός of a mother fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικός — ή, ό (ΑΜ μητρικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα (α. «μητρική στοργή» β. «μητρικό γάλα») νεοελλ. 1. φρ. α) «μητρική γλώσσα» η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κανείς από τη βρεφική του ηλικία, η γλώσσα τού έθνους του β) «μητρική… … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek
λοχιομήτρα — και λοχιόμητρα και λοχειόμητρα, η η κατακράτηση λοχίων στη μητρική κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχια «μητρικά εκκρίματα κατά τη διάρκεια τού τοκετού» (ουδ. πληθ. τού λόχιος*) + μήτρα] … Dictionary of Greek
μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… … Dictionary of Greek
μητροπρεπής — μητροπρεπής, ές (Μ) αυτός που αρμόζει σε μητέρα. επίρρ... μητροπρεπῶς (Μ) με τρόπο που αρμόζει σε μητέρα, μητρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδρο πρεπής] … Dictionary of Greek
ορθογεωσύγκλινο — το γεωλ. ο γνήσιος τύπος τού αλπικού γεωσυγκλίνου, στο οποίο ανήκουν τα μειογεωσύγκλινα και τα ευθυγεωσύγκλινα και που σύμφωνα με τη θεωρία τού γεωλόγου Στίλε είναι τα μητρικά γεωσύγκλινα τών μεγάλων αλπικών πτυχώσεων, έχουν μεγάλο μήκος σε σχέση … Dictionary of Greek
οστρακιά — (Ιατρ.). Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα, της ομάδας των καλούμενων εξανθηματικών νοσημάτων, εξαιτίας των χαρακτηριστικών δερματικών εξανθημάτων που τα συνοδεύουν. Είναι νόσος ενδημική στις περισσότερες περιοχές με εύκρατο κλίμα, αλλά παρουσιάζει… … Dictionary of Greek